Dictionary of Greek. 2013.
ραπόρτο — το (λ. ιταλ.), αναφορά, υπόμνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεπόρτο — το, Ν βλ. ραπόρτο … Dictionary of Greek